- φεουδαλισμός
- Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o-13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (μολονότι πολλοί βρίσκουν στοιχεία του φ. στους αρχαίους Αιγυπτίους, στους Ιάπωνες σαμουράι, στους Άραβες κλπ.) και στις βαρβαρικές επιδρομές. Διήρκησε έως τον 15o αι. περίπου στη δυτική Ευρώπη· σε χώρες όμως με καθυστερημένη πολιτική και κοινωνική εξέλιξη (όπως η Πολωνία και η Ρωσία) το κοινωνικοπολιτικό σύστημα του φ. υφίστατο ακόμα και έως τον 19o αι. Πάντως, και στη Δύση δεν μπορούμε να μιλούμε για οριστική κατάλυση της φεουδαρχίας πριν από την εποχή της Γαλλικής επανάστασης του 1789. Για να καταλάβουμε το φεουδαλικό σύστημα, είναι σκόπιμο να ξεκαθαρίσουμε τη σημασία μερικών εννοιών που συνήθως συνδέονται ή και συγχέονται με το θεσμό, όπως φέουδο, υποτέλεια κλπ., καθώς επίσης και να δούμε σε γενικές γραμμές την εξέλιξή του από τις αρχές του έως την εποχή της παρακμής του. Φέουδο (από το λατινικό feudum, που ετυμολογικά προήλθε ίσως από αμάρτυρη γερμανική λέξη με τη σημασία της κτήσης) είναι ένα είδος συμβολαίου μεταξύ του βασιλιά (ή ηγεμόνα γενικά) και των ευγενών (ή προσώπων που κατέχουν, με τίτλους ευγενείας, μία μεγάλη περιοχή γης). Το συμβόλαιο αυτό προϋποθέτει την πίστη και την αφοσίωση του δεύτερου από τους συμβαλλομένους απέναντι στον ηγεμόνα. Αναλυτικότερα, το φέουδο είναι θεσμός που προέρχεται από συνδυασμό τριών στοιχείων: από το beneficium, δηλαδή την παραχώρηση του δικαιώματος να καρπώνεται κάποιος μια έκταση γης για περιορισμένο χρονικό διάστημα, με αντάλλαγμα την υπόσχεση προσφοράς συνήθως στρατιωτικών υπηρεσιών· από την υποτέλεια (vassala-gium), δηλαδή την υποχρέωση εκείνου που δέχτηκε την έκταση γης να ορκιστεί στο χορηγό πίστη (sacramentum fidelitatis) και να του προσφέρει τις υπηρεσίες που θα του ζητηθούν· από την ατέλεια (inmunitas), δηλαδή την απαλλαγή εκείνου που δέχεται τη δωρεά της γης από την υποχρέωση να υπαγάγει στη δικαιοδοσία του χορηγού τις περιοχές που έχουν παραχωρηθεί, όπου πια μόνο αυτός θα έχει την αποκλειστική κυριαρχία. Ο φεουδάρχης λοιπόν δέχεται από την κεντρική εξουσία ένα προνόμιο με χρονικούς περιορισμούς, οι οποίοι όμως, για διάφορους λόγους ιστορικής ανάγκης, ατονούν και παύουν σιγά σιγά να υπάρχουν. Και, ενώ ο ίδιος απαλλάσσεται από τους δασμούς που επιβάλλονται από τον ηγεμόνα, έχει ωστόσο το δικαίωμα να επιβάλλει στους δικούς του πια υπηκόους (δηλαδή τους κατοίκους που ζουν στις περιοχές της δικαιοδοσίας του) διάφορες υποχρεώσεις. Οι αιτίες που δημιούργησαν την κατάσταση αυτή έχουν την αρχή τους στην έμφυτη ανάγκη να βρει ο άνθρωπος προστασία στη βοήθεια ή και στην εξάρτηση από τον άλλο, ανάγκη που έγινε αναπότρεπτη κατά τις ταραγμένες περιόδους της πτώσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, των βαρβαρικών επιδρομών και της αβεβαιότητας που δημιουργούσαν οι αλλεπάλληλες μετακινήσεις πληθυσμών, οι αραβικές επιδρομές και άλλες ανάλογες αναστατώσεις. Η ανάγκη αυτή καλυπτόταν άλλοτε με την υποχρέωση ορισμένων ανθρώπων να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες με άλογα (ιδίως ύστερα από τις αραβικές νίκες στην Ιβηρική χερσόνησο και στη Γαλλία, αποδιδόμενες στο ιππικό των Αράβων, το οποίο διέλυε τους Φράγκους πεζούς), να στρατολογήσουν άντρες μεταξύ των άλλοτε δούλων τους (που, για να τους έχουν εργάτες στα κτήματά τους, τους ελευθέρωναν, μετατρέποντάς τους σε δουλοπάροικους ή απελεύθερους) ή να εξασφαλίσουν την τάξη και την ασφάλεια από τις αναταραχές και τον κίνδυνο επιδρομών σε ορισμένες περιοχές, απομακρυσμένες από το κέντρο και την έδρα του ηγεμόνα· οι φεουδάρχες δηλαδή μετατρέπονταν (ήδη από την εποχή του Καρλομάγνου) από όργανα της κεντρικής εξουσίας σε φορείς της και, έως έναν βαθμό, σε αναπληρωτές της, εκεί όπου δεν μπορούσε να φτάσει η ίδια (οι επικοινωνίες ήταν δύσκολες) ή να επαρκέσει. Σημαντικό εξάλλου ρόλο στην παγίωση της φεουδαρχικής εξουσίας στην επαρχία έπαιξε και η κλειστή οικονομία των περιοχών αυτών, που, αποκτώντας αυτάρκεια προϊόντων, απέφευγαν την τακτική επικοινωνία και εξάρτηση· με έναν λόγο, σχεδόν ανεξαρτητοποιούνταν.
Για την επισημοποίηση της φεουδαρχικής σχέσης ηγεμόνα και φεουδάρχη καθιερώθηκε σιγά σιγά μία ιεροτελεστία και μα ιεραρχία. Η εθιμοτυπική διαδικασία προέβλεπε το γονάτισμα, χωρίς όπλα, του φεουδάρχη μπροστά στον ηγεμόνα, την ορκωμοσία του μπροστά στο Ευαγγέλιο για την τήρηση των υποσχέσεών του και τη διαρκή αφοσίωσή του στον μονάρχη, το φίλημά του από τον κύριο, ο οποίος, ως ένδειξη ότι παραχωρεί επίσημα το τιμάριο, του πρόσφερε χαρακτηριστικό και ορισμένο αντικείμενο εξουσίας (λόγχη κλπ.) κ.ά. Οι σπουδαιότεροι εξάλλου βαθμοί στη φεουδαλική ιεραρχία επικράτησε να είναι οι παλιοί τίτλοι του δούκα, του μαρκησίου, του κόμητα και του υποκόμητα ή μαρκίωνα. Αρχικά, έδρα του φεουδάρχη ήταν αρχοντική κατοικία, φροντισμένη ανάλογα με τον πλούτο του ιδιοκτήτη της. Αργότερα, όμως (από τον 10o αι. κ.εξ.), για λόγους ασφαλείας οι φεουδάρχες άρχισαν να κατοικούν μέσα σε κάστρο, που έμεινε τελικά και ο ενδεικτικός τόπος διαμονής των ευγενών. Και επειδή ως μοναδικό επάγγελμα κατέληξε να μείνει στον φεουδάρχη το στρατιωτικό (άσχετα αν ως φεουδάρχες ορίστηκαν συχνά και ανώτεροι κληρικοί, οι οποίοι ωστόσο δεν εγκατέλειπαν και τις στρατιωτικές παραδόσεις τους), οι ευγενείς κατατάσσονταν σχεδόν κατά κανόνα στο σπουδαιότερο όπλο της εποχής, το ιππικό, κάνοντας έτσι την αρχή για τη διαμόρφωση του θεσμού των ιπποτών και του ιπποτισμού.
Η συμφωνία όμως που συνέδεσε τον ηγεμόνα με τον γαιοκτήμονα-στρατιωτικό-φεουδάρχη άρχισε να επεκτείνεται κατά κάποιον τρόπο και μεταξύ του τελευταίου και των καλλιεργητών της γης του. Έτσι, ο θεσμός του φέουδου δημιουργεί δύο βαθμών σχέσεις του κυρίου και του υπηκόου: Ενώ στην πρώτη φάση κύριος, αφέντης, άρχοντας (seigneur, Grundherr) είναι ο ηγεμόνας και υπήκοος (vassalus), αυτός ο οποίος παίρνει το φέουδο, εξελικτικά μετατρέπεται ο φεουδάρχης σε άρχοντα, κύριο (seigneur) του κατοίκου της περιοχής που έχει στη δικαιοδοσία του, ο οποίος, παίρνοντας το δικαίωμα να καλλιεργεί (να καρπώνεται, όμως με πολύ λιγότερα δικαιώματα από τον φεουδάρχη) τη γη, συμβάλλεται κι αυτός με ένα είδος συμφωνίας και μετατρέπεται σε υπήκοο (vassalus) του φεουδάρχη. Σύντομα φεουδάρχες και κύριοι έγιναν όχι μόνο ο ηγεμόνας, οι στρατιωτικοί, οι ευγενείς (magnates) και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, αλλά και η Εκκλησία· και υπήκοοι όχι μόνο οι καλλιεργητές της γης, αλλά και οι αστοί, οι οποίοι, ζώντας μέσα στις λεγόμενες ελεύθερες πόλεις και στις οργανωμένες αστικές τους κοινότητες (communitates), έγιναν vassali του βασιλιά. Και ενώ στην αρχή, όπως είπαμε, η παραχώρηση γης γινόταν για ορισμένο χρονικό διάστημα, με την εξάπλωση, τη σταθεροποίηση και την ισχυροποίηση του συστήματος η παραχώρηση αυτή μετατρεπόταν σε μόνιμη, κληρονομική, όχι μόνο στους φεουδάρχες, αλλά και στους μικρούς καλλιεργητές και δουλοπάροικους. Με τη διαφορά ότι οι δεύτεροι είχαν (και τις άφηναν στους απογόνους τους κληρονομικά) περισσότερες και βαρύτατες υποχρεώσεις (στρατιωτική υπηρεσία, παράδοση στον φεουδάρχη του μεγαλύτερου μέρους της σοδειάς, αγγαρείες, παραχώρηση του δικαιώματος της πρώτης νύχτας, δηλαδή της παρθενοφθορίας και της ουσιαστικής εξουσίας του κορμιού των γυναικών τους, έλλειψη δικαιώματος μετακίνησης από το ένα φέουδο στο άλλο κλπ.).
Οι φεουδάρχες αντίθετα αύξησαν τα δικαιώματά τους μειώνοντας τις υποχρεώσεις τους προς τον ηγεμόνα. Πραγματικά, ο κύριος κληρονόμος μιας παραχωρημένης περιοχής μπορούσε να επιβάλει στην παραγωγή τον θεσμό του μονοπωλίου, να ρυθμίζει αυτός τις εμπορικές συναλλαγές, να κόβει, ενίοτε, δικό του νόμισμα (δικαίωμα που ανήκε κάποτε μόνο στον βασιλιά), να οργανώνει δικό του στρατιωτικό σώμα και μερικές φορές να ακολουθεί εξωτερική πολιτική διαφορετική από την επίσημη πολιτική του κράτους στο οποίο ανήκε. Από την άλλη μεριά η βασιλική (ηγεμονική) δύναμη μειώνεται, αφού ο μονάρχης κατ’ ουσίαν στηρίζεται στρατιωτικά στους φεουδάρχες και σιγά σιγά καταντά, εφόσον κατά παράδοση εκλέγεται κι αυτός μεταξύ των φεουδαρχών, σχεδόν ισοδύναμος με αυτούς (primus inter pares). Αρχίζει λοιπόν μια χρόνια αντίθεση και ένας συνεχής ανταγωνισμός μεταξύ των δύο θεσμών, της φ. και της βασιλείας, που ταυτόχρονα αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοπεριορίζονται. Από τη διαμάχη αυτή βγήκε τελικά κερδισμένη η κεντρική εξουσία για διάφορους λόγους. Η διαβίβαση των φεουδαλικών δικαιωμάτων όχι μόνο στους πρωτότοκους (όπως συνηθιζόταν στη Γαλλία), αλλά σε όλους γενικά τους αρσενικούς κληρονόμους μείωνε, όπως ήταν φυσικό, τα μερίδια και τον πλούτο των φεουδαρχών. Οι νέες εξάλλου οικονομικές συνθήκες, που δημιουργούνται στην Ευρώπη με την ανάπτυξη της αστικής τάξης, φέρνουν τον πλούτο στους εμπόρους και στους παραγωγούς και όχι στους απολιθωμένους (από άποψη οικονομικής δραστηριότητας) φεουδάρχες. Από την άλλη μεριά, τον θεσμό της φεουδαρχίας υποσκάπτουν οι πολιτικές συνθήκες που δημιουργούνται στα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη: στην Ιβηρική χερσόνησο κατά την τελευταία φάση των αγώνων εναντίον των Αράβων (Reconquista) και στη Γαλλία κατά τον Εκατονταετή πόλεμο (1337-1453) για την εκδίωξη των Άγγλων, ενισχύονται αναπόφευκτα η βασιλική εξουσία και το γόητρο του μονάρχη, γύρω από τον οποίο συσπειρώθηκαν ευγενείς και λαός για την απομάκρυνση των ξένων. Στη Γαλλία, ιδιαίτερα, ο μακροχρόνιος πόλεμος κατέστρεψε τους φεουδάρχες κυρίως: οι μεγάλες περιουσίες τους σκορπίστηκαν και οι ίδιοι αποδεκατίστηκαν στις μάχες και στις αιχμαλωσίες. Στην Αγγλία, πάλι, ο αιματηρός πόλεμος των Δύο Ρόδων (1455-85) αφάνισε κυριολεκτικά τις περισσότερες και ισχυρότερες φεουδαρχικές οικογένειες, με αποτέλεσμα την επικράτηση ενός δυναστικού οίκου (των Τιδόρ), που, με τη βοήθεια των αστών, ολοκλήρωσε την παγίωση της κεντρικής εξουσίας. Από την εποχή αυτή και πέρα οι βασιλιάδες θα προχωρήσουν μαζί με τους αστούς στη βαθμιαία εκμηδένιση της φεουδαρχικής δύναμης. Έτσι, στα χρόνια του Λουδοβίκου ΙΔ’ της Γαλλίας, όταν σημειώνεται στην Ευρώπη η μεγάλη ακμή της βασιλικής απολυταρχίας, οι άλλοτε φεουδάρχες-ευγενείς δεν παίζουν (από άποψη πολιτικής δύναμης) κανέναν σημαντικό ρόλο: είναι διακοσμητικά στοιχεία της βασιλικής αυλής και μεγαλοπρέπειας. Η κατάσταση εξελίχτηκε χειρότερα για τη φεουδαρχία ύστερα από τη μεγάλη νίκη της αστικής τάξης με τη Γαλλική επανάσταση, με την οποία επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που αποτελούν την άρνηση των ιδεωδών του θεσμού της φεουδαρχίας.
Στα χρόνια της φεουδαρχίας εξάλλου, τα μοναστήρια ήταν κέντρα μόρφωσης. (Βασιλική Βιβλιοθήκη, Βρυξέλλες).
Κατά την εποχή της φεουδαρχίας είχε επικρατήσει πλήρως η ιδέα της θείας προέλευσης της εξουσίας. Χαρακτηριστική είναι η μικρογραφία αυτή, από κώδικα γαλλικής σχολής του 13ου αιώνα: «Στέψη βασιλιά μπροστά σ’ έvaν επίσκοπο και έναν πολεμιστή». (Τριβουλσιανή Βιβλιοθήκη, Μιλάνο).
Φεουδαρχία. Η άμυνα της περιοχής είχε ανατεθεί στον πυργοδεσπότη άρχοντα που ζούσε από την εργασία των αγροτών υπηκόων του. Πύργος φεουδάρχη (Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη, Φλωρεντία).
Από τον 10ο αι. και μετά οι φεουδάρχες για ασφάλεια άρχισαν να διαμένουν σε κάστρα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *ο, Νφεουδαρχία, φεουδαρχισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feodalisme, αγγλ. feudalism < γαλλ. feodal, αγγλ. feudal (βλ. και λ. φέουδο, φεουδαλικός) + κατάλ. -isme / -ism. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Π. Καρολίδη].
Dictionary of Greek. 2013.